γαλάς
(ουσ. αρσ.)
γαλάς
[ɣaˈlas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kalas = α) δοκάρι β) στην φρ. kalas gibi = σαν κούτσουρο, άνθρωπος ανάγωγος.
1. Δοκάρι, μαδέρι
Συνών.
δόκι
2. Ως χαρακτηρισμός ανθρώπου, άξεστος, χωρίς τρόπους (ξύλο απελέκητο)
Συνών.
ακαμάτευτος :2, καμπάκης, κορενέκι, ξόγανο