ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλέ (ουσ. θηλ.) γαλ-λέ [ɣalle] Φάρασ. γαλέ [ɣaˈle] Φάρασ. γκαλέ [gaˈle] Φάρασ. γκαλιέρ [gaˈler] Φάρασ. γκαλλαγιέρ [gallaˈʝer] Φάρασ. Αγν. ετύμ. Για την λ. βλ. Καρολίδης (1885: 39, 154), Dawkins (1916: 591) και Καλλέρης (1958: 40). Μάλλον δεν σχετίζεται με το μεταγν. ουσ. γαλέα = νυφίτσα (ΙΛΝΕ, λ. γαλεά). Πιθ. οι τύπ. που λήγουν σε -ιέρ να παρήχθησαν με το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης > -ιέρης· εναλλακτικά, εάν πρόκειται για λ. ξενικής προελεύσεως όπως υποθέτουν οι Καρολίδης και Καλλέρης, ίσως οι τύπ. χωρίς -ιέρ να είναι αναλογ. υποχωρητικοί σχηματ.
2. Ιστός αράχνης : Το δεύτερο η κόρη τ'ς πάλι 'ενότουν γαλέ, τζαι 'πό τότε δέθε υφαίνει γαλές (Η δεύτερη κόρη της πάλι έγινε αράχνη, και από τότε υφαίνει ιστούς) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. μούντζα