γαλπαζάνος
(επίθ.)
γαλπ͑αζάνος
[ɣalpʰaˈzanos]
Φάρασ.
γαλπαζάνους
[ɣalpaˈzanus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kalpazan = α) παραχαράκτης β) ψεύτης, υποκριτής. Η λ. με τον τύπ. καλπαζάνος, Πόντ. Κρήτ. κ.α. Πβ. νεότ. ουσ. καλπουζάνος.
4. Ανόητος, ανίκανος
Φάρασ.
Συνών.
αγναμάζης, ακιλσούζης, αναγροίκιστος, ανξιούζης, ανόητος, απτάλης, χαϊβάνι :2