ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλπαζάνος (επίθ.) γαλπ͑αζάνος [ɣalpʰaˈzanos] Φάρασ. γαλπαζάνους [ɣalpaˈzanus] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kalpazan = α) παραχαράκτης β) ψεύτης, υποκριτής. Η λ. με τον τύπ. καλπαζάνος, Πόντ. Κρήτ. κ.α. Πβ. νεότ. ουσ. καλπουζάνος.
1. Ως ουσ., απατεώνας Φάρασ. Συνών. κομπωσιάρης, κομπωτής, τσιντάρ
2. Ως επίθ., κάλπικος, ψεύτικος Φάρασ. Συνών. κάλπι :1
3. Νωθρός Φερτάκ. Συνών. αβαράς, μιζμίζης, μισκίνης :1, υπνές
4. Ανόητος, ανίκανος Φάρασ. Συνών. αγναμάζης, ακιλσούζης, αναγροίκιστος, ανξιούζης, ανόητος, απτάλης, χαϊβάνι :2