ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαλιόνι (ουσ. ουδ.) γαλι-όνι [ɣaliˈoni] Φάρασ., Φκόσ. γαλιόν' [ɣaˈʎon] Μισθ. γαϊλόν' [ɣaiˈlon] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kalyan = ακροφύσιο, στόμιο (< περσ. qalyūn), όπου και διαλεκτ. τύπ. kalyon. Ο τύπ. γαϊλόν με μετάθ. του [i]. Για την λ. βλ. και Dawkins (1921: 58).
Είδος πίπας ό.π.τ. : Δώdζ̑εν ντα σο νομαdού ντα σ̑έρε το γαλιόνι (Έδωσε την πίπα στα χέρια του ανθρώπου) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Τόινα καφτούσαν ντα γένε του, τ' άβου πάλι πααίνκε να 'νάψει το γαλι-όνι (του ενός καίγονταν τα γένια, κι άλλος πήγαινε να ανάψει το τσιμπούκι του˙ όταν κάποιος προσπαθεί να κερδίσει από την συμφορά άλλου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Επύρ'σε το γαλιόνι (Πύρωσε η πίπα) Φάρασ. -Lag. Συνών. τσουμούχι