ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάλι (ουσ. ουδ.) γάλι [ˈɣali] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kal = νιτρικό κάλιο. Πβ. και μεσν. καλί, από το τουρκ. kalya = ποτάσα.
1. Ποτάσα, ανθρακικό κάλιο, χρησιμοποιούμενο για την κατασκευή μπαρουτιού. Πβ. γκουβερτζιλέ
2. Γενικότ., κάλιο