γάλι
(ουσ. ουδ.)
γάλι
[ˈɣali]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kal = νιτρικό κάλιο. Πβ. και μεσν. καλί, από το τουρκ. kalya = ποτάσα.
1. Ποτάσα, ανθρακικό κάλιο, χρησιμοποιούμενο για την κατασκευή μπαρουτιού.
Πβ.
γκουβερτζιλέ
2. Γενικότ., κάλιο