ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάλπι (I) (ουσ. ουδ.) γάλμπιν [ˈɣalbin] Φάρασ. γάλπι [ˈɣalpi] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ουσ. kalb = α) καρδιά β) εσωτερικό, εσώτερο γ) πυρήνας.
1. Χαρακτήρας Συνών. ζαμίρι :2
2. Αίσθημα
3. Επιθυμία, διάθεση : Έσ̑ει κάμι γάλμπιν πάνου σου (Έχει κακή πρόθεση απέναντί σου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. θέλημα :1, μεράκι, μουράτι, ντιλέκι :1, χασιρέτι :2
4. Πολιτικό πιστεύω, ιδεολογία