γαμπαάτσι
(ουσ. ουδ.)
γαbαάτσ̑ι
[ɣabaˈatʃi]
Σίλ.
γαbαγάτσ̑ι
[ɣabaˈɣatʃi]
Σίλ.
γαμπεέτσ̑ι
[ɣabeˈetʃi]
Σίλ.
γαμπεέσ̑'
[ɣabeˈeʃ]
Αραβαν.
γαπεέσ̑'
[ɣapeˈeʃ]
Αραβαν.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. kabahat = σφάλμα, πταίσμα, παράπτωμα, ενοχή, όπου και διαλεκτ. τύπ. kabat. Πβ. ποντ. καπαάτιν (και γαπαάτ’) = ενοχή (Symeonidis 1971-1972: 31, 138, 164). Η λ. συχνή σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. και παλαιότ. κείμενα με τον τύπ. καμπαέτι. Εσφαλμένη η ετυμολόγηση του Dawkins (1916: 591) από το τουρκ. ουσ. gabavet =βλακεία, ανοησία.
Φταίξιμο
ό.π.τ.
:
Γαμπεέτσ̑ι τουτουνού ρέ 'νι· ντανά τ' γαμπεέτσ̑ι 'νι
(Το σφάλμα δεν είναι δικό του· το σφάλμα είναι του μοσχαριού)
Σίλ.
-Dawk.
Μητέρα μας πήρι ένα ξ̑ύλου, έχομ' γαμπεέτσ̑ι, ρεν έχομ' γαμπεέτσ̑ι, καλά καλά κουπάν'σε μας
(Η μητέρα μας πήρε ένα ξύλο, φταίγαμε-δεν φταίγαμε, μας έδειρε καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
’γώ ρεν έχου γαbαάτσ̑ι
(εγώ δεν έχω φταίξιμο, εγώ δεν φταίω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γαμπαγάτσ̑ι κό σου ’ναι
(Είναι δικό σου φταίξιμο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Aστσ̑ής γαπεέσ̑' χίς̑ ντεν έχ'
(Ο μάγειρας δεν φταίει σε τίποτα)
Αραβαν.
-Φωστ.
Το κορίσ̑' κλαίγ', ουλουντούσ̑': «Εγώ γαμπεέσ̑' ντεν έχω» ντεγί
(Το κορίτσι κλαίει, οδύρεται· «Εγώ δεν έχω φταίξιμο», λέει)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
σούτσι :2