γαναατλούς
(επίθ.)
γαναατ͑λούς
[ɣanaatʰˈlus]
Φάρασ.
γανα̈α̈τ͑λούς
[ɣanæætʰˈlus]
Αφσάρ.
Θηλ.
γαναατ͑λούσα
[ɣanaatʰˈlusa]
Φάρασ.
γανα̈α̈τ͑λούσα
[ɣanæætʰˈlusa]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. kanaatli =ολιγαρχής, αυτάρκης. Οι θηλ. τύπ. με την προσθήκη του επιθμ. -α στους αντίστοιχους αρσ.