γανάδα
(ουσ. θηλ.)
γανάδα
[ɣaˈnaða]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. γανάδα (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. γάνα και το παραγωγ. επίθμ. -άδα.