ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαμπριάτικος (επίθ.) γαμbριάτικος [ɣambriˈatikos] Αφσάρ., Σινασσ. γαμbριάτικου [ɣambriˈatiku] Φάρασ. Πληθ. γαμbριάτικα [ɣambriˈatika] Αφσάρ. qαμbριάτια [qambriˈatika] Φλογ. Από το ουσ. γαμπρός και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
Γαμπριάτικος, αυτός που ανήκει σε, σχετίζεται με ή προέρχεται από τον γαμπρό ό.π.τ. : Γαμbριάτικα δώρα (Γαμπριάτικα δώρα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γαμπριακός