γάμος
(ουσ. αρσ.)
γάμος
[ˈɣamos]
Γούρδ., κ.α., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
qάμος
[ˈqamos]
Φλογ.
κάμο
[ˈkamo]
Ανακ., Φλογ.
γκάμος
[ˈgamos]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
γάμους
[ˈɣamus]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
qάμους
[ˈqamus]
Μαλακ.
Γεν.
γκάμοσγιου
[ˈgamosʝu]
Ουλαγ.
γαμουζιού
[ɣamuˈzʝu]
Τσαρικ.
Πληθ.
γάμουροι
[ˈɣamuri]
Σίλ.
γάμοσγια
[ˈɣamosʝa]
Αξ., Τροχ.
γάμουζια
[ˈɣamuzʝa]
Τσαρικ.
γάμουïα
[ˈɣamuia]
Μισθ.
Aρχ. ουσ. γάμος.
Γάμος
ό.π.τ.
:
Ποίκανε οφτά ημέρες τζ̑αι οφτά νιέχτες γάμος
(Kάνανε εφτά μέρες και εφτά νύχτες γάμο)
Ποτάμ.
-Dawk.
Nτο έρεται ντο Κερεκή έχομ' γκάμος
(Την ερχόμενη Κυριακή έχουμε γάμο)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σε υπάγου του γάμου του
(Θα πάω στον γάμο του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Νά 'ρτεις σου γάμου, ελάτ' σου γάμου
(Νά 'ρθεις στον γάμο, ελάτε στον γάμο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Αβιαλντιανού ντα γάμουϊα παίνιξαν ανακρουζιόδαν ούλα τί να ποίκ' γαμπρός μι δου νύφ'
(Στους παλιούς τους γάμους πήγαιναιν και κρυφάκουγαν όλοι τι θα κάνει ο γαμπρός με την νύφη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Παίνιξαν 'ς νεκκλησ̑ά, σ̑άνιξαν βαφτίσια, γάμουϊα
(Πήγαιναν στην εκκλησία, έκαναν βαφτίσια, γάμους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
’ς ε βδομάδα είπιν ντα να ποίκουν το γάμο
(Σε μιά βδομάδα είπαν να κάνουν τον γάμο)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο»
(Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Απ' τον θείο Νικόλα μιά αγελάδα (δώρο)")
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
'ς το γάμον σου 'α βρέξει
(Στον γάμο σου θα βρέξει˙ ειρωνική απειλή σε λαίμαργα παιδιά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
'γώ σο γάμο σου μο το κόστσ̑ινο 'α φέρω 'σ' το ποτάμι νερό
(Εγώ στον γάμο σου θα φέρω νερό με το κόσκινο από το ποτάμι˙ λέγεται ειρωνικά ως ευχαριστία για προσφερθείσα χάρη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σο qάμο σ' με το κόσκινο να κουβαλέσω νερό
(Στον γάμο σου με το κόσκινο θα κουβαλήσω νερό˙ το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα ημέρες και νύχτες
Πέντε ήτον ο γάμος μου, και δέκα ο παστός μου (Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα μέρες και νύχτες
Πέντε ήταν ο γάμος μου και δέκα το γαμήλιο γλέντι) Τελμ. -Lag. Συνών. εβλέντημα, ευλόγημα :2, νικιάχι, στέφανα, χαρά :2
Πέντε ήτον ο γάμος μου, και δέκα ο παστός μου (Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα μέρες και νύχτες
Πέντε ήταν ο γάμος μου και δέκα το γαμήλιο γλέντι) Τελμ. -Lag. Συνών. εβλέντημα, ευλόγημα :2, νικιάχι, στέφανα, χαρά :2