ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γάμος (ουσ. αρσ.) γάμος [ˈɣamos] Γούρδ., κ.α., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ. qάμος [ˈqamos] Φλογ. κάμο [ˈkamo] Ανακ., Φλογ. γκάμος [ˈgamos] Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. γάμους [ˈɣamus] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. qάμους [ˈqamus] Μαλακ. Γεν. γκάμοσγιου [ˈgamosʝu] Ουλαγ. γαμουζιού [ɣamuˈzʝu] Τσαρικ. Πληθ. γάμουροι [ˈɣamuri] Σίλ. γάμοσγια [ˈɣamosʝa] Αξ., Τροχ. γάμουζια [ˈɣamuzʝa] Τσαρικ. γάμουïα [ˈɣamuia] Μισθ. Aρχ. ουσ. γάμος.
Γάμος ό.π.τ. : Ποίκανε οφτά ημέρες τζ̑αι οφτά νιέχτες γάμος (Kάνανε εφτά μέρες και εφτά νύχτες γάμο) Ποτάμ. -Dawk. Nτο έρεται ντο Κερεκή έχομ' γκάμος (Την ερχόμενη Κυριακή έχουμε γάμο) Ουλαγ. -Κεσ. Σε υπάγου του γάμου του (Θα πάω στον γάμο του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Νά 'ρτεις σου γάμου, ελάτ' σου γάμου (Νά 'ρθεις στον γάμο, ελάτε στον γάμο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αβιαλντιανού ντα γάμουϊα παίνιξαν ανακρουζιόδαν ούλα τί να ποίκ' γαμπρός μι δου νύφ' (Στους παλιούς τους γάμους πήγαιναιν και κρυφάκουγαν όλοι τι θα κάνει ο γαμπρός με την νύφη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παίνιξαν 'ς νεκκλησ̑ά, σ̑άνιξαν βαφτίσια, γάμουϊα (Πήγαιναν στην εκκλησία, έκαναν βαφτίσια, γάμους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. ’ς ε βδομάδα είπιν ντα να ποίκουν το γάμο (Σε μιά βδομάδα είπαν να κάνουν τον γάμο) Τσουχούρ. -VLACH Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο» (Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Απ' τον θείο Νικόλα μιά αγελάδα (δώρο)") Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. 'ς το γάμον σου 'α βρέξει (Στον γάμο σου θα βρέξει˙ ειρωνική απειλή σε λαίμαργα παιδιά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. 'γώ σο γάμο σου μο το κόστσ̑ινο 'α φέρω 'σ' το ποτάμι νερό (Εγώ στον γάμο σου θα φέρω νερό με το κόσκινο από το ποτάμι˙ λέγεται ειρωνικά ως ευχαριστία για προσφερθείσα χάρη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σο qάμο σ' με το κόσκινο να κουβαλέσω νερό (Στον γάμο σου με το κόσκινο θα κουβαλήσω νερό˙ το ίδιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα ημέρες και νύχτες
Πέντε ήτον ο γάμος μου, και δέκα ο παστός μου
(Ευλόγησαν την προίκα μου δέκα μέρες και νύχτες
Πέντε ήταν ο γάμος μου και δέκα το γαμήλιο γλέντι)
Τελμ. -Lag.
Συνών. εβλέντημα, ευλόγημα :2, νικιάχι, στέφανα, χαρά :2