ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γανά γανά (επίρρ.) γανά γανά [ɣaˈna ɣaˈna] Αξ. Από την τουρκ. φρ. kana kana içmek = πίνω μέχρι σκασμού. Πβ. καντίζω
Πάρα πολύ : Το κορίτσ̑' πσ̑ίν' γανά γανά, πρήζεται τ' κοιλιά τ' (Το κορίτσι πίνει πάρα πολύ, πρήζεται η κοιλιά της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αγκαλιάσ̑ταν, γανά γανά έκλαψαν (Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν πάρα πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αζγούνα, γαϊέτ