ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψιχίδι (ουσ.) ψισ̑ίδι [psiˈʃiði] Φάρασ. ψ̑ίχ' [pʃix] Αξ. ψίδ' [psið] Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φερτάκ. ψ̑ίδ' [pʃið] Μαλακ., Φλογ. ψίγ̑' [psiʝ] Ουλαγ. ψ̑ίγ̑' [pʃiʝ] Αξ. ψίτ' [psit] Φερτάκ. ψ̑ίρ' [pʃir] Αραβαν., Γούρδ. ψίι [ˈpsii] Μισθ. ψ̑ι [pʃi] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. ψιχίδιον = ψίχουλο, υποκορ. του μεταγν. ουσ. ψίξ.
1. Ψίχουλο ό.π.τ. : Σ̑έρι ντα ψία (Πέτα τα ψίχουλα) Μισθ. -Κοτσαν. Τα ψίρια, τα σκωλήκια και ότσι άλλο εύρουν τρών τα τα πουλιά (Τα πουλιά τρώνε τα ψίχουλα, τα σκουλήκια και ό,τι άλλο βρουν) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. γιριντί, ψιλός
2. Κομματάκι Αξ. : Σέρεψαν κρομμυού τα φύλλα και τα ψ̑ίγια (Μάζεψαν τα φύλλα και τα κομματάκια του κρεμμυδιού) Αξ. -Dawk.
3. Με την συνοδεία του αριθμ. ένα, λίγος, ελάχιστος ό.π.τ. : Ένα ψ̑ίρ' τσ̑υρί (Λίγο τυρί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ένα ψ̑ι βρεχός (Λίγη βροχή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. φυλλαγί
β. Ως επίρρ., με την συνοδεία του αριθμτ. ένα, λίγο ελάχιστα ό.π.τ. : Ένα ψίγ̑' (Λίγο ) Ουλαγ. -Κεσ. Τα ν-άντρες ύπνος ντεν έπαιρνεν ένα ψίι (Τους άντρες δεν τους έπαιρνε καθόλου ο ύπνος ) Φάρασ. -Παυλίδ.