ψιχίδι
(ουσ.)
ψισ̑ίδι
[psiˈʃiði]
Φάρασ.
ψ̑ίχ'
[pʃix]
Αξ.
ψίδ'
[psið]
Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φερτάκ.
ψ̑ίδ'
[pʃið]
Μαλακ., Φλογ.
ψίγ̑'
[psiʝ]
Ουλαγ.
ψ̑ίγ̑'
[pʃiʝ]
Αξ.
ψίτ'
[psit]
Φερτάκ.
ψ̑ίρ'
[pʃir]
Αραβαν., Γούρδ.
ψίι
[ˈpsii]
Μισθ.
ψ̑ι
[pʃi]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. ψιχίδιον = ψίχουλο, υποκορ. του μεταγν. ουσ. ψίξ.
2. Κομματάκι
Αξ.
:
Σέρεψαν κρομμυού τα φύλλα και τα ψ̑ίγια
(Μάζεψαν τα φύλλα και τα κομματάκια του κρεμμυδιού)
Αξ.
-Dawk.
3. Με την συνοδεία του αριθμ. ένα, λίγος, ελάχιστος
ό.π.τ.
:
Ένα ψ̑ίρ' τσ̑υρί
(Λίγο τυρί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ένα ψ̑ι βρεχός
(Λίγη βροχή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
φυλλαγί
β.
Ως επίρρ., με την συνοδεία του αριθμτ. ένα, λίγο ελάχιστα
ό.π.τ.
:
Ένα ψίγ̑'
(Λίγο
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τα ν-άντρες ύπνος ντεν έπαιρνεν ένα ψίι
(Τους άντρες δεν τους έπαιρνε καθόλου ο ύπνος
)
Φάρασ.
-Παυλίδ.