ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γρόθος (ουσ. αρσ.) γρόθος [ˈɣrοθos] Σινασσ. γρόχος [ˈɣroxos] Αξ. γρόκχους [ˈɣrokxus] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. γρόνθος. Ο τύπ. γρόθος μεσν.
1. Γροθιά ό.π.τ. : Κατεβάζει γρόθους (Ρίχνει γροθιές) Σινασσ. -Αρχέλ. Σούχτα ντου γρόκχου σ' (Σφίξε την γροθιά σου) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιουμπρούχι, γροθιά, μουσιά
2. Με το αριθμ. ένας, ως παραθετική φρ., μικρού μεγέθους, μιά σταλιά Αξ., Σινασσ. : Ένα γρόχος κ'λάκ' (Μια σταλιά παιδί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πίταξά σε ένα γρόθος 12 χρονώ φσ̑άχ', πίταξά σε 'ς την Πόλ' (Σε έστειλα μιά σταλιά παιδί 12 χρονών, σε έστειλα στην Πόλη) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. γκούτι, σταλιά