γρόθος
(ουσ. αρσ.)
γρόθος
[ˈɣrοθos]
Σινασσ.
γρόχος
[ˈɣroxos]
Αξ.
γρόκχους
[ˈɣrokxus]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. γρόνθος. Ο τύπ. γρόθος μεσν.
1. Γροθιά
ό.π.τ.
:
Κατεβάζει γρόθους
(Ρίχνει γροθιές)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σούχτα ντου γρόκχου σ'
(Σφίξε την γροθιά σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιουμπρούχι, γροθιά, μουσιά
2. Με το αριθμ. ένας, ως παραθετική φρ., μικρού μεγέθους, μιά σταλιά
Αξ., Σινασσ.
:
Ένα γρόχος κ'λάκ'
(Μια σταλιά παιδί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πίταξά σε ένα γρόθος 12 χρονώ φσ̑άχ', πίταξά σε 'ς την Πόλ'
(Σε έστειλα μιά σταλιά παιδί 12 χρονών, σε έστειλα στην Πόλη)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γκούτι, σταλιά