ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γράψιμο (ουσ. ουδ.) γράψ̑ιμο [ˈɣrapʃimo] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. γράψιμου [ˈɣrapsimu] Μισθ. γράψ̑ιμα [ˈɣrapʃima] Μισθ., Φάρασ. γράψεμα [ˈɣrapsema] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. γράψιμον.
1. Ικανότητα γραφής ό.π.τ. : Έμαρες ψάλσ̑ιμο και γράψ̑ιμο; (Έμαθες ανάγνωση και γραφή;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Εγγραφή Μισθ. : Ντου γράψιμου μποίκις του (Την έκανες την εγγραφή) Μισθ. -Κοτσαν.