γράψιμο
(ουσ. ουδ.)
γράψ̑ιμο
[ˈɣrapʃimo]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ.
γράψιμου
[ˈɣrapsimu]
Μισθ.
γράψ̑ιμα
[ˈɣrapʃima]
Μισθ., Φάρασ.
γράψεμα
[ˈɣrapsema]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. γράψιμον.
1. Ικανότητα γραφής
ό.π.τ.
:
Έμαρες ψάλσ̑ιμο και γράψ̑ιμο;
(Έμαθες ανάγνωση και γραφή;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Εγγραφή
Μισθ.
:
Ντου γράψιμου μποίκις του
(Την έκανες την εγγραφή)
Μισθ.
-Κοτσαν.