γράνισμα
(ουσ. ουδ.)
γράνισμα
[ˈɣranizma]
Ανακ.
Από το ρ. γραίνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα
Ξάσιμο μαλλιού
Συνών.
πέτασμα