γουρουνιώνας
(ουσ. αρσ.)
γουρουνιώνας
[ɣuruˈɲonas]
Αξ., Τροχ.
Από το ουσ. γουρούνι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Χώρος φύλαξης των γουρουνιών
Τροποποιήθηκε: 20/10/2025