γουρουνόκκο
(ουσ. ουδ.)
γουρ'νόκκου
[ɣurˈnoku]
Φάρασ.
Από το ουσ. γουρούνι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Γουρουνάκι
Συνών.
χοιριδόκκο