ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γούρι (ουσ. ουδ.) ογούρι [oˈɣuri] Σινασσ. ογούρ' [οˈɣur] Ανακ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ. γούρ' [ɣur] Μισθ. Από το νεότ. ὀγούρι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. «ἐλπίζομεν ἐκ μέρους σου καὶ καθεξῆς δούλευσιν εἰς τὸ ὀγούρι τῆς βασιλείας»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. uğur = τύχη.
Γούρι, καλός οιωνός, εύνοια της τύχης ό.π.τ. : Νύφ' έχ' ΄τάμα τ'και λίγο ψωμί και άλας για ογούρ και περεκέτ' και μαίν' σο σπίτ' (Η νύφη έχει μαζί της και λίγο ψωμί και αλάτι για γούρι και ευημερία και μπαίνει στο σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Τούρκηροι όλοι είπασι ρεν είναι ογούρι, έφυγασι Κάστουρου (Όλοι οι Τούρκοι είπαν τότε δεν είναι τυχερό, δεν το θέλει η τύχη, έφυγαν στο Ικόνιο) Σίλ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. Κόφτω το ογούρ’ (Κόβω το γούρι˙ φέρνω γρουσουζιά) Ανακ. -Κωστ.Α.