γουργούρι
(ουσ. ουδ.)
γουργούρι
[ɣurˈɣuri]
Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Δίλ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φερτάκ., Φλογ.
γουργούρ'
[ɣurˈɣur]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
qουρqούρ'
[qurˈqur]
Φλογ.
qoυργούρ'
[qurˈɣur]
Μαλακ., Σίλατ.
γκουρκούρ'
[gurˈkur]
Σίλατ., Φάρασ.
γκουργκούρ'
[gurˈgur]
Ανακ., Ουλαγ., Φερτάκ.
γουργούι
[ɣurˈɣui]
Γούρδ.
γουργού
[ɣurˈɣu]
Φάρασ.
Από το ουσ. γούργουρος και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι. Για την φρ. έχ' γουργούρ' και την παροιμία από το Αραβανί, πβ. το τουρκ. boğazlı = που έχει λαιμό, λαίμαργος.
1. Ο λαιμός εσωτερικά και εξωτερικά
ό.π.τ.
:
Το γουργούρι μ' φτένεψεν
(Ο λαιμός μου αδυνάτισε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Δέβασέν ντα 'ζ' ναίκας του το γουργούρι
(Τα πέρασε στον λαιμό της γυναίκας του)
Φάρασ.
-Dawk.
Πόνεσεν το γουργούρι τ'
(Πόνεσε ο λαιμός του)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ
Αλλά, 'τουν πιάεις τον άλλον, 'τουν πιάεις, κόψεις δου γουργούρι τ', ντέ 'σι ιντσ̑άνους εκείνη τη στιγμή
(Αλλά, όταν πιάσεις τον άλλον, όταν τον πιάσεις να του κόψεις τον λαιμό, δεν φέρεσαι ανθρώπινα εκείνη την στιγμή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το qουρqούρ' μ' σιλατά
(Ο λαιμός μου πονά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Ηύρε ένα σ̑ισ̑έ μασ̑λιάμ'· γιαβλάτ'σ̑εν ντο σο γουργούι τ' και γιάρωσε
(Βρήκε ένα μπουκάλι με γιατρικό· το άλειψε στον λαιμό του και έγιανε)
Γούρδ.
-Dawk.
Ήτουν ’υμνό το γουργούρι του
(Ήταν γυμνός ο λαιμός του, ενν. του κοτόπουλου)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Φρ.
Έχ' γουργούρ'
(Έχει λαιμό˙ είναι λαίμαργος (βλ. και ΙΛΝΕ, τ. 5, λήμμα γουργούρι))
Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τσακώχαν τ' γουργουριού μ' τα ζ̑ινίγια
(Έσπασαν του λαιμού μου οι χάντρες˙ πόνεσε ο λαιμός μου από το σήκωμα μεγάλου βάρους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντου κρίμα σου γουργούρι σ'
(Το κρίμα στον λαιμό σου˙ Εσύ θα φταις τελικά για κάτι κακό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήρα ντου σου γουργούρι μ'
(Τον πήρα στον λαιμό μου˙ Έπαθε κάτι ή πέθανε εξαιτίας μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γουργουριού τα τ͑υρπιά
(Οι τρύπες του λαιμού˙ οισοφάγος)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Γουργουριού πόνος
(Λαιμού πόνος˙ πονόλαιμος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Να πας να χαχτίεις ντου ράμμα σου γουργούρι σ'
(Να πας να βάλεις το σχοινί στον λαιμό σου˙ να πας να πεθάνεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Το καμήλ' ρώτ'σαν ντο: «Το γουργούρι ζ' γιατ͑ί 'ναι ζεβρό;», κι εκείνο: «Πσ̑ο μ' γιάν 'ναι ορτό;», είπεν
(Την καμήλα την ρώτησαν: «Ο λαιμός σου γιατί είναι στραβός;», κι εκείνη: «ποιος μέρος μου είναι ίσιο;», είπε.˙ Για όσους έχουν πολλά ελαττώματα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το γουργούρ' τρώγ̑' εκατό γρουσ̑ού το γαϊdούρ'
(Ο λαιμός τρώει εκατό γροσιών γαϊδούρι˙ Η αχορτασιά μπορεί να "φάει» τα πάντα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σιφτάχ̇ι γρέπ' τα ρούχα σου τσ̑αι 'στέρου το γουργούρ' τ σου
(Πρώτα κοίταξε τα ρούχα σου κι ύστερα τον λαιμό σου˙ Το έλεγαν σε αυτούς που ξόδευαν όλα τα χρήματά τους για φαγητό κι έμεναν κουρελήδες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Του λυκ' το γουργούρ' έν' παχύ γιατί θιάν' το όργο τ' μοναχός του
(Ο λαιμός του λύκου είναι χοντρός επειδή τις δουλειές του τις κάνει μόνος του˙ Αν θέλουμε να προκόβουμε, να μην εμπιστευόμαστε σε άλλους τις υποθέσεις μας)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γαργαράς, γκιρτλάκι :1, λάραγγο, μπογάζι :2, συνξύνα
β.
Οι αμυγδαλές του λαιμού
Μισθ., Τελμ.
:
Πρήστην του γουργούρι τ'
(Πρήστηκαν οι αμυγδαλές του
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Συνεκδοχ., το φαγητό
Σινασσ., Φλογ.
:
Παναγία μ' ο νού του στο γουργούρ'
(Παναγία μου ο νους του στο φαΐ)
Σινασσ., Φλογ.
-Τακαδόπ.
qουρqούρ' δεν έχ'
(Δεν έχει όρεξη για φαγητό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Ασ' σό qουρqούρ κιμόνο πέφτει σο τουντούρ
(Για το φαΐ πέφτει και μέσα στο ταντούρι˙ για τους λαίμαργους)
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γεμέκι, ζουμί :3, μάντζα :1, φαγί :1, ψωμί
3. Λαιμός κανάτας
Φλογ.
:
Λαγού το qουρqούρ'
(Ο λαιμός της κανάτας)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
β.
Άνοιγμα, στόμιο σακιού
Φάρασ.
:
Έλτιψιν το γουργούρι του, του νdαϊού
(Έδεσε το άνοιγμά του, του σακιού
)
Τσουχούρ.
-VLACH
γ.
Κορμός μπότας
Σινασσ.
:
Ένα ζευγάρ' νυφιακά μπότες με μακριά γουργούρια
(Ένα ζευγάρι ψηλές μπότες νυφικές
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα