ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπογάζι (ουσ. θηλ.) μπουγάζ' [buʹɣaz] Μισθ. μπογάζ [boˈɣaz] Ανακ. πογάζι [poˈɣazi] Φάρασ. μπογόζι [boˈɣozi] Φάρασ. Νεότ. ουσ. μπογάζι (Λεξ. Σομ., λ. μπουγάζι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. boğaz = α) λαιμός β) δίοδος.
1. Στενό, μπουγάζι Φάρασ. : Της Τέμπαρας το μπογόζι βγαίνει ως τη δεχά το σ̑όνι (Στο στενό της Τέμπαρας το χιόνι φτάνει μέχρι το ύψος της διχάλας των ποδιών) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β
2. Άνεμος που φυσά μέσα από στενωπό Μισθ.
3. Λαιμός Ανακ. : || Φρ. Μπογάζ ολά (ο λαιμός σου να υπάρχει˙ καλή όρεξη. Πβ. τουρκ. boğaz ola) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γαργαράς, γκιρτλάκι, γουργούρι, λάραγγο, συνξύνα