ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιτσιμσούζης (επίθ.) πιτ͑σ̑ιμσούζης [pitʰʃimˈsuzis] Φάρασ. Θηλ. πιτ͑σ̑ιμσούζα [pitʰʃimˈsuza] Φάρασ. Ουδ. πιτ͑σ̑ιμσούζι [pitʰʃimˈsuzi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. biçimsiz = παραμορφωμένος, άμορφος.
Ακαλαίσθητος ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 22/09/2024