μπιτσιμσούζης
(επίθ.)
πιτ͑σ̑ιμσούζης
[pitʰʃimˈsuzis]
Φάρασ.
Θηλ.
πιτ͑σ̑ιμσούζα
[pitʰʃimˈsuza]
Φάρασ.
Ουδ.
πιτ͑σ̑ιμσούζι
[pitʰʃimˈsuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. biçimsiz = παραμορφωμένος, άμορφος.
Ακαλαίσθητος
ό.π.τ.