ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιτιρντίζω (ρ.) μπιτιρντίζω [bitiˈrdizo] Αραβαν. μπιτιρίζω [bitiˈrizo] Ουλαγ. μπιτιρντού [bitiˈrdu] Ουλαγ. μπιτιρού [bitiˈru] Ουλαγ. πιτιρτώ [pitirˈto] Φλογ. μπιτιρού [bitiˈru] Ουλαγ. Αόρ. μπιτίρ'σα [biˈtirsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. bitirmek = α) τελειώνω β) ολοκληρώνω γ) εξαντλώ.
1. Μτβ., τελειώνω, oλοκληρώνω κάτι, αποπερατώνω ό.π.τ. : Ας μπιτιρίσω ντο μετέλ (ας τελειώσω το παραμύθι) Ουλαγ. -Dawk. Πιτίρταναν τα έργατα τ’νε (Τελείωναν τις δουλειές τους) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ντ’ όργου μπιτίρ'σα ντου (την δουλειά την τελείωσα) Μισθ. -Κοτσαν. Ντέν μπορ’σε να μπιτιρντίσ̑’ το γκελενdζ̑ί (δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τον λόγο της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'τον πιτίρτανεν τ΄ αγήτια τ', ύστερα ικεί δίνισ̑καν σ' ούλλα τ΄ανθρώπ' απ' ένα ιραqι̂́ (Όταν τελείωνε τους θρήνους της, ύστερα εκεί έδιναν σε όλους τους ανθρώπους από ένα ρακί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. γλυτώνω :3, πληρώνω, σώνω :3, φυτρώνω :1
2. Μτβ, ξοδεύω, τελειώνω μιά ποσότητα από κάτι Αραβαν. : Αν έχεις παχιά κιϋτΰκια φέρ’ με, γιόξα κάτσε ένα-ερυό μέρες αζ μπιτιρντίσω τα παλιά και πάλ’ φερίσ̑κεις με (αν έχεις χοντρά ξύλα, φέρε μου, ειδάλλως κάτσε μιά δυο μέρες να τελειώσω τα παλιά και μου φέρνεις πάλι ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. πληρώνω, χαρτζεύω :1
3. Αμτβ., τελειώνω, σώνομαι Μισθ. : Λάμbας ντ’ αφτιλί μπιτίρ’σιν (το φιτίλι της λάμπας τελείωσε) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γλυτώνω :1, πληρώνω, φυτρώνω :3