μπιτιρντίζω
(ρ.)
μπιτιρντίζω
[bitiˈrdizo]
Αραβαν.
μπιτιρίζω
[bitiˈrizo]
Ουλαγ.
μπιτιρντού
[bitiˈrdu]
Ουλαγ.
μπιτιρού
[bitiˈru]
Ουλαγ.
πιτιρτώ
[pitirˈto]
Φλογ.
μπιτιρού
[bitiˈru]
Ουλαγ.
Αόρ.
μπιτίρ'σα
[biˈtirsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. bitirmek = α) τελειώνω β) ολοκληρώνω γ) εξαντλώ.
1. Μτβ., τελειώνω, oλοκληρώνω κάτι, αποπερατώνω
ό.π.τ.
:
Ας μπιτιρίσω ντο μετέλ
(ας τελειώσω το παραμύθι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πιτίρταναν τα έργατα τ’νε
(Τελείωναν τις δουλειές τους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ντ’ όργου μπιτίρ'σα ντου
(την δουλειά την τελείωσα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντέν μπορ’σε να μπιτιρντίσ̑’ το γκελενdζ̑ί
(δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τον λόγο της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'τον πιτίρτανεν τ΄ αγήτια τ', ύστερα ικεί δίνισ̑καν σ' ούλλα τ΄ανθρώπ' απ' ένα ιραqι̂́
(Όταν τελείωνε τους θρήνους της, ύστερα εκεί έδιναν σε όλους τους ανθρώπους από ένα ρακί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γλυτώνω :3, πληρώνω, σώνω :3, φυτρώνω :1
2. Μτβ, ξοδεύω, τελειώνω μιά ποσότητα από κάτι
Αραβαν.
:
Αν έχεις παχιά κιϋτΰκια φέρ’ με, γιόξα κάτσε ένα-ερυό μέρες αζ μπιτιρντίσω τα παλιά και πάλ’ φερίσ̑κεις με
(αν έχεις χοντρά ξύλα, φέρε μου, ειδάλλως κάτσε μιά δυο μέρες να τελειώσω τα παλιά και μου φέρνεις πάλι )
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
πληρώνω, χαρτζεύω :1
3. Αμτβ., τελειώνω, σώνομαι
Μισθ.
:
Λάμbας ντ’ αφτιλί μπιτίρ’σιν
(το φιτίλι της λάμπας τελείωσε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γλυτώνω :1, πληρώνω, φυτρώνω :3