μπισκίν
(ουσ. αρσ.)
μπισκίν
[biˈscin]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. pişkin = α) ασεβής, θρασύς β) ξεδιάντροπος, όπου και διαλεκτ. τύπ. bişkin.
Αλήτης