μπιρικτιρντίζω
(ρ.)
μπιρικτιρντίζου
[biriktiˈrdizu]
Μαλακ., Μισθ.
μπϋρϋκτουρντίζου
[byryktyˈrdizu]
Μισθ.
πιρικτουρντίζω
[piriktuˈrdizo]
Αφσάρ.
μπιρικντιρντώ
[birikdirˈdo]
Φλογ.
πιουρουκτιρτώ
[pyruktirˈto]
Φλογ.
πιρικτουρντάω
[piriktuˈrdao]
Φάρασ.
Αόρ.
πουρουκτούρ'σα
[puruˈktursa]
Φλογ.
Από τον αόρ. biriktirdi του τουρκ. ρ. biriktirmek = α) συγκεντρώνω β) στοιβάζω γ) αποταμιεύω.
1. Μαζεύω, συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό έμψυχων ή άψυχων όντων
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
:
Μπιρικντιρντά πολλά αράπ’
(Συγκέντρωσε πολλούς αράπηδες)
Φλογ.
-Dawk.
Νούνταναμ’ ντου, μπιουριουκτιούρντιζαμ’ ντου
(Tον σπρώχναμε (τον καρπό), τον μαζεύαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
επισωρεύω, μάζω, σωρεύω, τοπλαντίζω
2. Μαζεύω, εξοικονομώ
Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ.
:
Μπιουρουκτούρ'τσις ντα παράϊα να 'α πηάεις 'ντάμα σ';
(Μάζεψες τα λεφτά να τα πάρεις μαζί σου;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.