ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιρικτιρντίζω (ρ.) μπιρικτιρντίζου [biriktiˈrdizu] Μαλακ., Μισθ. μπϋρϋκτουρντίζου [byryktyˈrdizu] Μισθ. πιρικτουρντίζω [piriktuˈrdizo] Αφσάρ. μπιρικντιρντώ [birikdirˈdo] Φλογ. πιουρουκτιρτώ [pyruktirˈto] Φλογ. πιρικτουρντάω [piriktuˈrdao] Φάρασ. Αόρ. πουρουκτούρ'σα [puruˈktursa] Φλογ. Από τον αόρ. biriktirdi του τουρκ. ρ. biriktirmek = α) συγκεντρώνω β) στοιβάζω γ) αποταμιεύω.
1. Μαζεύω, συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό έμψυχων ή άψυχων όντων Μαλακ., Μισθ., Φλογ. : Μπιρικντιρντά πολλά αράπ’ (Συγκέντρωσε πολλούς αράπηδες) Φλογ. -Dawk. Νούνταναμ’ ντου, μπιουριουκτιούρντιζαμ’ ντου (Tον σπρώχναμε (τον καρπό), τον μαζεύαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. επισωρεύω, μάζω, σωρεύω, τοπλαντίζω
2. Μαζεύω, εξοικονομώ Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ. : Μπιουρουκτούρ'τσις ντα παράϊα να 'α πηάεις 'ντάμα σ'; (Μάζεψες τα λεφτά να τα πάρεις μαζί σου;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.