ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βορίζω (ρ.) βορίζω [voˈrizo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. βορίζου [voˈrizu] Μισθ., Φάρασ., Φκόσ. Παρατατ. βόριζα [ˈvoriza] Μισθ. Αόρ. βόρ'σα [ˈvorsa] Γούρδ., Μαλακ. βόρτσα [ˈvortsa] Φάρασ. Από το νεότ. ρ. βορίζω (Λεξ. Σομ., γρ. βορείζει = φυσά ο βοριάς, βλ. λ. βορειάζω), το οπ. από το ουσ. βοριάς και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Λιχνίζω, χωρίζω το άχυρο από το σιτάρι ενώ πνέει (βόρειος) άνεμος ό.π.τ. : ’ς τἔνα μέρα ν' αώνουν, 'ς τ’ άγου τη μέρα να βορίζουν, 'ς τ’ άγου τη μέρα να κοστσ̑ινίζουνε (Την μιά μέρα να αλωνίζουν, την άλλη μέρα να λιχνίζουν, την άλλη μέρα να κοσκινίζουν) Φάρασ. -Dawk. Δερέ ταγή να πάω να τεβριλιντίσω να κοιμιγιώ, τασ̑ύ σαπάχ να πάμ’ στ’ αλώνια να βορίσουμ’ (Tώρα θείε θα πάω να ξαπλώσω να κοιμηθώ, αύριο το πρωί θα πάμε στ' αλώνια να λιχνίσουμε) Μισθ. -Pernot.Gall. Ήβραν νεκλεΐρια, βόριζαν (Έφεραν τα λιχνιστήρια, λίχνιζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βόριζαμ' ντου άυρου να πέσ' ντου γέλλ'μα (Λιχνίζαμε το άχυρο να πέσει το σιτάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Σου ναυλή μέσα αλώνι'ίς τα, βόριζίς τα, μάισκις του σου αμbάρ' (Στην αυλή μέσα τα αλώνιζες, τα λίχνιζες, τα μάζευες στην σιταποθήκη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Το βραδύ βόρ' τα, την ευίτσα 'λβάρ' τα (Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα˙ Κάθε εργασία πρέπει να γίνει την κατάλληλη ώρα·λεγόταν, επειδή το βράδυ που φυσούσε ήταν κατάλληλη ώρα για το λίχνισμα ενώ με το φως του ήλιου γινόταν το κοσκίνισμα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Χύνω αργά βραστό γάλα από ψηλά για να αφρίσει και να γίνει καϊμάκι Ανακ., Ποτάμ.
3. Σκορπάω Φάρασ. : || Ασμ. Ράντ'σανε τα μνημόρε, βόρτσανε τα 'στε (Χάλασαν τα μνήματα, σκόρπισαν τα οστά) Φάρασ. -Κελεκ.
4. Σπαταλώ Φάρασ. Συνών. χαρτζεύω :1