ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βολονίζω (ρ.) βολονίζω [voloˈnizo] Αξ. Από νεότ. ρ. βελονίζω = τρυπώ με βελόνα.
Τρυπώ τα φύλλα του καπνού με την ειδική βελόνα, για να περαστούν σε αρμαθιά : Τα τιτίνια φέρισ̑καμ’ ’ς το σπίτ’, δένισ̑καμ’ τα, βολόνιζαμ’ τα, το τιτίν’, χέκισ̑καμ’ τα ’ς ένα ράμμα, κρέμαζαμ’ τα, ξέρωναν (Τα φύλλα του καπνού τα φέρναμε στο σπίτι, τα δέναμε, τα τρυπούσαμε με βελόνα, τα περνούσαμε σε μια κλωστή, τα κρεμούσαμε, αποξηραίνονταν) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025