βόρισμα
(ουσ. ουδ.)
βόρισμα
[ˈvorizma]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. βόρισμα = φύσημα του βοριά (Λεξ. Σομ., λ. βόρεισμα).
3. Σπατάλη
Φάρασ.