ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βόρισμα (ουσ. ουδ.) βόρισμα [ˈvorizma] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. Από το νεότ. ουσ. βόρισμα = φύσημα του βοριά (Λεξ. Σομ., λ. βόρεισμα).
1. Λίχνισμα ό.π.τ. Συνών. βόρος :1
2. Σκόρπισμα Φάρασ. Συνών. ράντισμα
3. Σπατάλη Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 17/06/2024