ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βολονίτσα (ουσ. θηλ.) βολονίτσα [voloˈnitsa] Φλογ. Από το ουσ. βολόνι και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Είδος χόρτου : Βολονίτσα ήταν ένα χόρτο σα βελόνια· 'φότ' κειότον τεζέ, τρώισκάμ' το (Βελονίτσα ήταν ένα χόρτο σαν βελόνια· όταν ήταν τρυφερό, το τρώγαμε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812