βολονίτσα
(ουσ. θηλ.)
βολονίτσα
[voloˈnitsa]
Φλογ.
Από το ουσ. βολόνι και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα.
Είδος χόρτου
:
Βολονίτσα ήταν ένα χόρτο σα βελόνια· 'φότ' κειότον τεζέ, τρώισκάμ' το
(Βελονίτσα ήταν ένα χόρτο σαν βελόνια· όταν ήταν τρυφερό, το τρώγαμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812