βολονίστρα
(ουσ. θηλ.)
βελονίστρα
[veloˈnistra]
Σίλατ.
βολονίστρα
[voloˈnistra]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
Από το θ. αορ. του νεότ. ρ. βελονίζω και το παραγωγ. επίθμ. -τρα. Για τον τύπ. βολονίστρα, βλ. λ. βολόνι και βολονιάζω.
Θήκη για βελόνες
ό.π.τ.
:
Ένα φιλτισένιο χτέν', ένα βολονίστρα, ένα νυφιάτικο σεντεφένιο μασ̑αίρ'
(Ένα φιλντισένιο χτένι, μιά βελονοθήκη, ένα νυφικό μαχαίρι από σεντέφι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα