ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βολονίστρα (ουσ. θηλ.) βελονίστρα [veloˈnistra] Σίλατ. βολονίστρα [voloˈnistra] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. Από το θ. αορ. του νεότ. ρ. βελονίζω και το παραγωγ. επίθμ. -τρα. Για τον τύπ. βολονίστρα, βλ. λ. βολόνι και βολονιάζω.
Θήκη για βελόνες ό.π.τ. : Ένα φιλτισένιο χτέν', ένα βολονίστρα, ένα νυφιάτικο σεντεφένιο μασ̑αίρ' (Ένα φιλντισένιο χτένι, μιά βελονοθήκη, ένα νυφικό μαχαίρι από σεντέφι) Σινασσ. -Λεύκωμα