βολετός
(επίθ.)
βολετός
[voleˈtos]
Ανακ., Σινασσ.
Από το νεότ. επίθ. βολετός, το οπ. από το αορ. θ. του μεσν. ρ. βολῶ = διευκολύνω (< μεταγν. εὐβολέω) και το παραγωγ. επίθμ. -τός.
Πβ.
αβόλετος
Εφικτός, ευχερής
ό.π.τ.