ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βόδι (ουσ. ουδ.) βόιδιν [ˈvoiðin] Φάρασ. βόιδι [ˈvoiði] Αφσάρ., Ποτάμ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. βόιδ' [ˈvoið] Σίλατ., Τελμ. βόιντ' [void] Τροχ. βόιτ' [ˈvoit] Ποτάμ., Φερτάκ., Φλογ. βόιθ' [ˈvoiθ] Σίλατ. βόιχ' [ˈvoix] Αξ. βόδι [ˈvoði] Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. βόδ' [voð] Ανακ., Μαλακ., Τελμ., Φλογ. βόθ' [voθ] Μαλακ. βόρι [ˈvori] Αραβαν. βόρ' [vor] Αραβαν., Γούρδ. βόι [ˈvoi] Αξ., Καρατζάβ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Τσαρικ. βόγ̑' [voʝ] Αξ. Από το μεσν. ουσ. βόιδιον > βόδιν (με αποβολή του ημιφ. για αποφυγή της χασμωδίας) από το μεταγν. βοΐδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. βοῦς.
Βόδι ό.π.τ. : Θωρεί 'τι πασ̑χά βόιδιν τζ̑ο 'ρτζ̑έται (Βλέπει ότι το άλλο βόδι δεν έρχεται) Φάρασ. -Αναστασ. Το μαύρον το βόιδι ήτουν χατάρι 'ηρασμένο (Το μαύρο το βόδι ήταν λιγάκι γερασμένο) Φάρασ. -Αναστασ. Ατό τον τ͑ανά βόιδι τεΐ πήρις, ήφαρις τα (Αυτό το δαμάλι το πήρες τάχα για βόδι και το έφερες) Αφσάρ. -Αναστασ. Σαbαχντάν το τσανό κόφτσ̑ει τὄνα το βόιδ' (Το πρωί ο ανόητος σκοτώνει το ένα βόδι) Τελμ. -Dawk. Ύστερα δίν' ντο ένα βόιτ', να το παρπάιχ' σο τσ̑αρσ̑ί, να το πουλήσ̑' (Μετά του δίνει ένα βόδι, να το πάει στην αγορά, να το πουλήσει) Φλογ. -Dawk. Ας κωλήσουμ' και τα βόδια· αν μουν σα παλιά, αζ γεννούν τα σόνα (Ας οδηγήσουμε και τα βόδια· αν πάνε μέσα στα παλιά (χτίσματα), θα είναι δικά σου) Τελμ. -Dawk. Ας μεταλλάξουμ' το βόι με το χτηνό (Ας αλλάξουμε το βόδι με την αγελάδα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γίνισκάν τα, ας πούμι, αν τσ̑όαν τρία ονομάτ' σου σπίτ', γίνισκάν τα ένα βόι (Τους έδιναν, ας πούμε, αν ήταν τρία άτομα στο σπίτι, τους έδιναν ένα βόδι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα βόγια ταβρούν ντ' αλέτιρ τσι λάμνει (Τα βόδια σέρνουν το αλέτρι και γίνεται το όργωμα) Μισθ. -Κοτσαν. Ζέγιξαμ' ντα βόγια σου αραbά (Ζεύαμε τα βόδια στον αραμπά) Μισθ. -Κοτσαν. Κώλα τα βόρια (Οδήγησε τα βόδια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έφαξαν σεράνdα βόρια και σεράνdα χτσ̑ηνά, να φαγ̑' κόσμος ντεγί (Έσφαξαν 40 βόδια και 40 αγελάδες για να φάει ο κόσμος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'κόμη ο Βαρασ̑ός 'σ' τα 'ίδε είσ̑εν τζ̑αι πουά γιάδε τζ̑αι βό-ιδε πεντέξι σ̑ίλε γατάρ (Ακόμη τα Φάρασα εκτός από κατσίκες είχαν και πολλές αγελάδες και 5-6.000 βόδια) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Δίπλα σο σπίτι είχαμε το στάβκο· 'κεί βάνκαμε τα βόιδιε, τις γελάδες κι από ένα θύρι μπαίνκαμε στον αχιουρέ (Δίπλα στο σπίτι είχαμε τον στάβλο· εκεί βάζαμε τα βόδια, τις αγελάδες και από μιά πορτούλα μπαίναμε στον αχυρώνα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ντα βόγια, ντ' απ' ένα βόι Εποικισμός ντώκιν μας (Τα βόδια, από ένα βόδι η Υπηρεσία Εποικισμού μάς έδωσε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μεταλλαγμάτ' το βόι (Βόδι της αλλαγής˙ το βόδι με το οπ. αντικαθιστούσαν εκείνο που κουραζόταν στον ζυγό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βογιού τ’ αμάξ̑’ (Του βοδιού η άμαξα˙ βοϊδάμαξα) Αξ. -Μαυροχ. Βοδιού γλώσσα (Γλώσσα βοδιού˙ το φυτό βούγλωσσο το φαρμακευτικό (Anchusa officinalis)) Μισθ., Αραβαν. -ΙΛΝΕ || Παροιμ. Έφαγε το βόδι και 'πόμ'νεν το τουράδι τ' (Έφαγε το βόδι και έμεινε η ουρά του˙ έκανε σχεδόν ολή την εργασία που έπρεπε αλλά απομένει ένα μικρό μέρος ανολοκλήρωτο) Σινασσ. -Αρχέλ. Σ̑ηκώνουν το βόρ' κι απ' απ'κάτω τ' αραdι̂́ζουν τανά (Σηκώνουν το βόδι κι από κάτω του ψάχνουν μοσχάρι˙ όταν κάποιοι ζητούν με κάθε τρόπο προφάσεις για να κατηγορήσουν κάποιον) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'ς το βόιδιν 'μποπουκάτου αρατείτε μουσκάρι; (Κάτω από το βόδι ψάχνετε μοσχάρι;˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Του 'α 'ινεί βόιδιν ντο μουσκάρι στο κόπριν ντου έν' μπαού (Το μοσχάρι που θα γίνει βόδι φαίνεται από την κοπριά του˙ Από μικροί δείχνουμε τι θα γίνουμε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Καλό 'ναι ναφέντη μ', καλόν κι ευλογημένον
Έχει και τα βόδια του παραδείσου πουλίτσι
(Καλό είναι το ζευγάρι (του οργώματος), αφέντη μου, καλό κι ευλογημένο έχει και για βόδια του πουλί του παραδείσου) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ.
Είν' τζι ντου φουτσ̑ενdίρι σ' τσιβίνd'ρι ντο καλέμι
Είν' τζι ντα βόγια σου Πανάγιας ντα πουλίdζα
(Είναι και το κεντρί της βουκέντρας το καλαμάρι σου,
είναι και τα βόδια σου τα πουλάκια που τα προστατεύει η Παναγιά
(κάλαντα, με τον Άη Βασίλη γεωργό) )
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. υκύζ