βοδόκκο
(ουσ. ουδ.)
βοδόκκο
[voˈðoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. βόδι και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Μικρό βόδι
Συνών.
βοϊδίτσι