βιτσί
(ουσ. ουδ.)
βιτσίν
[viˈtsin]
Φάρασ.
βεσί
[veˈsi]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. βικίον, μεσν. βικίν (Λεξ. Κριαρ.), υποκορ. του αρχ. ουσ. βῖκος = κανάτα ή βαρέλι.
Μικρή πήλινη χύτρα
ό.π.τ.