ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βιτσί (ουσ. ουδ.) βιτσίν [viˈtsin] Φάρασ. βεσί [veˈsi] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. βικίον, μεσν. βικίν (Λεξ. Κριαρ.), υποκορ. του αρχ. ουσ. βῖκος = κανάτα ή βαρέλι.
Μικρή πήλινη χύτρα ό.π.τ.