βλαστάρι
(ουσ. ουδ.)
βλαστάρ'
[vlaˈstar]
Γούρδ., Μισθ., Σινασσ.
βκοστάρι
[vkoˈstari]
Φάρασ.
βγοστάρι
[vɣoˈstari]
Φάρασ.
'γοστάρι
[ɣoˈstari]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. βλαστάριον, το οπ. από το αρχ. ουσ. βλαστός και το υποκορ. επίθμ. -άριον.