ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βλαστάρι (ουσ. ουδ.) βλαστάρ' [vlaˈstar] Γούρδ., Μισθ., Σινασσ. βκοστάρι [vkoˈstari] Φάρασ. βγοστάρι [vɣoˈstari] Φάρασ. 'γοστάρι [ɣoˈstari] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. βλαστάριον, το οπ. από το αρχ. ουσ. βλαστός και το υποκορ. επίθμ. -άριον.
Βλαστάρι ό.π.τ. Συνών. ακρεμόνι, φιλίζ