ακρεμόνι
(ουσ. ουδ.)
'κρομόνι
[kroˈmoni]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ἀκρεμόνιον = κλαδί, το οπ. υποκορ. του μεταγν. ουσ. ἀκρέμων (Ανδριώτης 1948: 57).