ακουμπιστήρι
(ουσ. ουδ.)
ακουμbιστήρι
[akumbiˈstiri]
Σινασσ.
ακουμbιστήρ'
[akumbiˈstir]
Σίλατ.
Από το μεσν. ουσ. ἀκουμπιστήριν, πβ. Χούμν. Κοσμογ. 2611 «Πιάνου καὶ ξύλα πελεκοῦν, κάμνουν ἀκουμπιστήρια».
Στήριγμα, έρεισμα
ό.π.τ.