ακρίδι
(ουσ. ουδ.)
'κρίδι
[ˈkriði]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. ἀκρίδιον = μικρό στάχυ (< υποκορ. του αρχ. ἀκρίς).
Ακρίδα
Συνών.
τσακιρκάν