ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άκσακαλης (επίθ.) άκσακαλι̂ [ˈaksakalꟺ] Ουλαγ. ακσακαλού [aksakaˈlu] Σίλ. άκσαχαλ-λούς [aksaxalˈlus] Φκόσ. Από το τουρκ. επίθ. ak sakallı = ασπρογένης.
Ασπρογένης ό.π.τ. : Σ’ έμπεις τ’ ένα μέγα σεράι, κι σε νά ’βρεις ένα άκσακαλού γερασμένουν άρτουπου (Θα μπεις σε ένα μεγάλο παλάτι, και θα βρεις έναν ασπρογένη γερασμένο άνθρωπο) Σίλ. -Dawk. Ατο τη μία, ’ς ε χωρίος ήτουν αν ατσίκ τσενέ ακσαχαλλούς κεχαγιάς (Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας αθυρόστομος ασπρογένης άρχοντας) Φκόσ. -Παπαδ.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025