άκσακαλης
(επίθ.)
άκσακαλι̂
[ˈaksakalꟺ]
Ουλαγ.
ακσακαλού
[aksakaˈlu]
Σίλ.
άκσαχαλ-λούς
[aksaxalˈlus]
Φκόσ.
Από το τουρκ. επίθ. ak sakallı = ασπρογένης.
Ασπρογένης
ό.π.τ.
:
Ατο τη μία, ’ς ε χωρίος ήτουν αν ατσίκ τσενέ ακσαχαλλούς κεχαγιάς
(Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας αθυρόστομος ασπρογένης άρχοντας)
Φκόσ.
-Παπαδ.