άκσακαλης
(επίθ.)
άκσακαλι̂
[ˈaksakalꟺ]
Ουλαγ.
ακσακαλού
[aksakaˈlu]
Σίλ.
άκσαχαλ-λούς
[aksaxalˈlus]
Φκόσ.
Από το τουρκ. επίθ. ak sakallı = ασπρογένης.
Ασπρογένης
ό.π.τ.
:
Σ’ έμπεις τ’ ένα μέγα σεράι, κι σε νά ’βρεις ένα άκσακαλού γερασμένουν άρτουπου
(Θα μπεις σε ένα μεγάλο παλάτι, και θα βρεις έναν ασπρογένη γερασμένο άνθρωπο)
Σίλ.
-Dawk.
Ατο τη μία, ’ς ε χωρίος ήτουν αν ατσίκ τσενέ ακσαχαλλούς κεχαγιάς
(Κάποτε σε ένα χωριό ήταν ένας αθυρόστομος ασπρογένης άρχοντας)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025