αλαμαλιδόκκο
(ουσ. ουδ.)
νεμαλιδούκκο
[nemaliˈðuko]
Φάρασ.
Από το ουσ. αλαμαλίδι, όπου και τύπ. νεμαλίδι, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
αλαμαλίδι
Μικρό δαμάλι