άλας
(ουσ. ουδ.)
άλας
[ˈalas]
Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
ας
[as]
Κίσκ., Φάρασ.
αλάτσι
[aˈlatsi]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. ἅλας. Ο τύπ. αλάτσι νεότ. (Λεξ. Σομ., λ. ἅλας, γρ. ἀλάτζι), το οπ. από το μεταγν. ουσ. ἁλάτιον.
Αλάτι
ό.π.τ.
:
Πήρεν λίγα ξουράφια και λίγο άλας
(Πήρε λίγα ξυράφια και λίγο αλάτι)
Φλογ.
-Dawk.
Έσ'κις πολ̑ύ άλας
(Έβαλες πολύ αλάτι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φέρ' λίου άλας, ας ποίκουμ' γαργάρα
(Φέρε λίγο αλάτι, να κάνουμε γαργάρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
σ̑έρου άλας
(Ρίχνω αλάτι, αλατίζω)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Οβγά χωρίς άλας
(Αβγά χωρίς αλάτι)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Ντάμα έφαγαμ' άλας και ψωμί
(Μαζί φάγαμε ψωμί κι αλάτι˙ συνδεόμαστε με μακρόχρονη φιλία)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.