ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άλας (ουσ. ουδ.) άλας [ˈalas] Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. ας [as] Κίσκ., Φάρασ. αλάτσι [aˈlatsi] Σίλ. Από το αρχ. ουσ. ἅλας. Ο τύπ. αλάτσι νεότ. (Λεξ. Σομ., λ. ἅλας, γρ. ἀλάτζι), το οπ. από το μεταγν. ουσ. ἁλάτιον.
Αλάτι ό.π.τ. : Πήρεν λίγα ξουράφια και λίγο άλας (Πήρε λίγα ξυράφια και λίγο αλάτι) Φλογ. -Dawk. Έσ'κις πολ̑ύ άλας (Έβαλες πολύ αλάτι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φέρ' λίου άλας, ας ποίκουμ' γαργάρα (Φέρε λίγο αλάτι, να κάνουμε γαργάρα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ σ̑έρου άλας (Ρίχνω αλάτι, αλατίζω) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Οβγά χωρίς άλας (Αβγά χωρίς αλάτι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Ντάμα έφαγαμ' άλας και ψωμί (Μαζί φάγαμε ψωμί κι αλάτι˙ συνδεόμαστε με μακρόχρονη φιλία) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.