αλατζαλούς
(επίθ.)
αλατσ̑αλούς
[alatʃaˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
αλατσ̑αλούσα
[alatʃaˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. alacalı = διάστικτος. Ο τύπ. αλατσ̑αλούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο αλατσ̑αλούς.