αλατζεχέρι
(ουσ. ουδ.)
αλαdζαχερί
[aladzaçeˈri]
Σινασσ.
αλαdζαέρ'
[aladzaˈer]
Ποτάμ.
λιdζ̑εχ̇έρι
[lidʒeˈxeri]
Φάρασ.
λιτσ̑εχ̇έρι
[litʃeˈxeri]
Φάρασ.
λιζιέρι
[liˈzʝeri]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. alacehri = το χρωστικό φυτό ράμνος (βλ. Redhouse).
O καρπός του φυτού Ράμνος η χρωστική (Rhamnus infectoria), για την παρασκευή βαφής υφασμάτων, κοινώς λατζιχέρι
ό.π.τ.
:
Σάμου ξείλτσε το σίδερο τζ̑αι παράς τζ̑ο φτένκε, ταήμισα οι Βαρασ̑ώτοι φύτεψαν τα λιdζ̑εχέρε, ταήμισα ζευγαρίσκαν τα χωράφε
(Όταν τελείωσε το σίδερο και δεν παρήγε (πια) χρήματα, μερικοί φύτεψαν ράμνους, μερικοί όργωναν τα χωράφια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Kαι το αλαdζαέρ' είχαμε εμπορικό
(Εμπορευόμασταν και τους ραμνόσπορους)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
Σο Χορτόη τα 15 χαρκές πααίνκε, σωρεύκε τα λιdζ̑εχέρε του
(Στις 15 Ιουνίου ο καθένας πήγαινε, μάζευε τους ράμνους του)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.