αλεπόκκος
(ουσ. αρσ.)
απόκκος
[aˈpokos]
Φάρασ.
απόκ-κος
[aˈpokos]
Φάρασ.
Από το ουσ. αλεπός, όπου και τύπ. απός, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Πβ.
αλεπίκα
Αλεπουδίτσα
:
’ς̑ απού πήγε απόκκος να παρμυρίσει, γέντ'σεν ντα ο νομάτ' μο ντο σακκοράφι
(Και όταν η αλεπουδίτσα πήγε να μυρίσει, ο άνθρωπος την τσίμπησε με την σακκοράφα)
Φάρασ.
-Dawk.