ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλεπόκκος (ουσ. αρσ.) απόκκος [aˈpokos] Φάρασ. απόκ-κος [aˈpokos] Φάρασ. Από το ουσ. αλεπός, όπου και τύπ. απός, και το υποκορ. επίθμ. -όκκο. Πβ. αλεπίκα
Αλεπουδίτσα : ’ς̑ απού πήγε απόκκος να παρμυρίσει, γέντ'σεν ντα ο νομάτ' μο ντο σακκοράφι (Και όταν η αλεπουδίτσα πήγε να μυρίσει, ο άνθρωπος την τσίμπησε με την σακκοράφα) Φάρασ. -Dawk.