αλεπός
(ουσ. αρσ.)
αωπός
[aoˈpos]
Αφσάρ.
αβπός
[avˈpos]
Φάρασ.
απός
[aˈpos]
Αφσάρ., Φάρασ.
αλεπός
[aleˈpos]
Φάρασ.
Μεταγν. ουσ. ἀλωπός = αρσενική αλεπού' (< αρχ. επίθ. ἀλωπός = πανούργος). Ο τύπ. αωπός με αποβ. του [l] και απός με αποβ. του [l] και του [o]. Ο τύπ. αλεπός με [e] αντί [ο] ίσως αναλογ. προς την αλεπού.
Αρσενική αλεπού
ό.π.τ.
:
Ήρτιν αν τσ̑υνογάρ' κονdά του· ήρτιν αν αωπός
(Ένας αετός ήρθε κοντά του και μιά αρσενική αλεπού)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ο λύκος τσ̑' ο απός 'νανούνdαι κρυφά
(Ο λύκος και η αλεπού σκέφτονται κρυφά)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Σον παλό τον ταρό, α φορά αν αωπός πι-έσεν α λαχτόρι ν’ τα φά’
(Τον παλιό καιρό, μιά φορά μιά αλεπού έπιασε έναν κόκκορα να τον φάει)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
'πίταξαν τον από, 'πίταξεν τσ̑αι ο απός το βράδι του
(Διέταξαν την αλεπού, διέταξε και η αλεπού την ουρά της˙ Εγώ το είπα στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του· για μετάθεση ευθυνών)
-Κελεκ.
Απός σαμού πεινά, προστσ̑υνά
(Η αλεπού, όταν πεινάει, προσκυνάει˙ για τους πονηρούς και ακατάδεκτους που παρακαλούν για βοήθεια όταν βρίσκονται σε ανάγκη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
αλεπίκα :1, ντιλκί