άλεσμα
(ουσ. ουδ.)
άλεσμα
[ˈalezma]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φκόσ., Φλογ.
άλισμα
[ˈalizma]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. ἄλεσμα.
1. Άλεση
Γούρδ., Μισθ.
:
Τ' άλεσμα ντεν τσόδουν καλό
(Η άλεση δεν ήταν καλή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ουνούχι
2. Μετων., το σιτάρι για άλεσμα
Αξ., Μαλακ., Φκόσ., Φλογ.
:
Τ' άλεσμα άλεσα το
(Άλεσα το σιτάρι (που ήταν για άλεσμα))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα ορνίγια κατακώλα τα, έφαγαν τ' άλεσμα
(Διώξε τις κότες, έφαγαν το σιτάρι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σάνομε άλεσμα, παιρπαίνομε σο μύλο, φερίσ̑κομε το αλεύρι σο σπίτ’
(Φτιάχνουμε το άλεσμα, το πηγαίνουμε στον μύλο, φέρνουμε το αλεύρι στο σπίτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811