ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άλεσμα (ουσ. ουδ.) άλεσμα [ˈalezma] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φκόσ., Φλογ. άλισμα [ˈalizma] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. ἄλεσμα.
1. Άλεση Γούρδ., Μισθ. : Τ' άλεσμα ντεν τσόδουν καλό (Η άλεση δεν ήταν καλή) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ουνούχι
2. Μετων., το σιτάρι για άλεσμα Αξ., Μαλακ., Φκόσ., Φλογ. : Τ' άλεσμα άλεσα το (Άλεσα το σιτάρι (που ήταν για άλεσμα)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα ορνίγια κατακώλα τα, έφαγαν τ' άλεσμα (Διώξε τις κότες, έφαγαν το σιτάρι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σάνομε άλεσμα, παιρπαίνομε σο μύλο, φερίσ̑κομε το αλεύρι σο σπίτ’ (Φτιάχνουμε το άλεσμα, το πηγαίνουμε στον μύλο, φέρνουμε το αλεύρι στο σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811