αλευριώνα
(ουσ.)
αλευριώνα
[aleˈvrjona]
Μισθ.
αλευιριώνα
[aleviˈrʝona]
Μισθ.
Από το ουσ. αλεύρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πβ.
αλεύρι
Κιβώτιο ή επιχρισμένος λάκκος για την αποθήκευση αλευριού
:
Ξέβαλαμ' χέκαμ' ντου σου αλευιριώνα από πίσ'· αλευιριώνα ήτανε ἐνα κάσα και γιόμουνάμ' ντου αλεύιρ
(Το βγάλαμε, το βάλαμε στον αλευρώνα πίσω· ο αλευρώνας ήτανε μία κάσα και την γεμίζαμε αλεύρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Αλευριώνας ντου σπίτ'
(Το δωμάτιο του αλευριώνα˙ αποθήκη)
Μισθ.
-Μακρ.