αληθινίτσικος
(επίθ.)
αχλίσ̑κο
[aˈxliʃko]
Αξ.
Από το επίθ. αληθινός, όπου και τύπ. αχλό και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
Πβ.
αληθινός
Πολύ κόκκινος
Πβ.
αληθινούτσικος