ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλικόντι (αντων.) αλεκόνdι [aleˈkondi] Φάρασ. αλεκονdέ [alekonˈde] Φάρασ. αλ'κονdα̈́ [alkonʹdæ] Αφσάρ. αλικονdού [alikonˈdu] Σατ. άλ’κουνdε [ˈalkunde] Τσουχούρ. Πιθ. από την αρχ. αντων. τηλικοῦτος (πβ. τελεκούτος Θήρ. Νάξ. και τεd-dέκο Κ. Ιταλ., αρχείο ΙΛΝΕ), με αποβολή του αρκτ. τ- λόγω εσφαλμένης κατάτμησης σε συνεκφ. με το άρθρ. Για τον συσχετισμό με την αρχ. αντων. ἡλίκος βλ. Lagarde (1886: 12). Για την σύνταξή της βλ. Αναστασιάδης (1976: 155).
Τόσος, τόσου μεγέθους, τόσης απόστασης ό.π.τ. : Τζαι ο Xριστός πήγε χώρας αλεκόνdι σιλευτεριού μάκρος (Και ο Xριστός πήγε (κι έκατσε) ξέχωρα, όση είναι η απόσταση που διανύει ένας δίσκος ρίψεων = Λουκ. 22.41 Καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν) Φάρασ. -Lag. Να βρούμε αλικονdού ’υρεύετε (Να βρούμε όσα γυρεύετε) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ389 Γρεύτουν κι ήτουνι άλ’κουνdε ψέα. ν' dα 'υρεύκεις πάλι τσ̑o πορεί κανείς ν' dα θέτσει (Κοιτάζουν, και ήτανε τόσο ψηλά που και να ήθελες πάλι δεν μπορεί κανείς να το βάλει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Αλεκοντέ δέντρος ο Θεός δώτσ̑εν τα ατιά τα μουτσ̑ούκ-κα τα καρυδόκ-κα (Σε ένα τόσο μεγάλο δέντρο ο Θεός έδωσε αυτά τα μικρά καρυδάκια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Αλεκονdέ τσάρι ποίτσ̑ες τα α μέγον καμήλι (Μιά τόση δα τρίχα την έκανες μεγάλη καμήλα˙ Έκανες την τρίχα τριχιά· για όσους μεγαλοποιούν τα πράγματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άτσοντο, άτσοντσείνο, καντάρ
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025