ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλικόντι (αντων.) αλεκόνdι [aleˈkondi] Φάρασ. αλεκονdέ [alekonˈde] Φάρασ. αλικονdού [alikonˈdu] Σατ. άλ'κουνdε [ˈalkunde] Τσουχούρ. Πιθ. από την αρχ. αντων. τηλικοῦτος (πβ. τελεκούτος Θήρ. Νάξ. και τεd-dέκο Κ. Ιταλ., αρχείο ΙΛΝΕ), με αποβολή του αρκτ. τ- λόγω εσφαλμένης κατάτμησης σε συνεκφ. με το άρθρ. Για τον συσχετισμό με την αρχ. αντων. ἡλίκος βλ. Lagarde (1886: 12).
Τόσος, τόσου μεγέθους, τόσης απόστασης ό.π.τ. : Τζαι ο Xριστός πήγε χώρας αλεκόνdι σιλευτεριού μάκρος (Και ο Xριστός πήγε (κι έκατσε) ξέχωρα, όση είναι η απόσταση που διανύει ένας δίσκος ρίψεων = Λουκ. 22.41 Καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν) Φάρασ. -Lag. Να βρούμε αλικονdού ’υρεύετε (Να βρούμε όσα γυρεύετε) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ389 Γρεύτουν κι ήτουνι άλ'κουνdε ψέα ντα 'υρεύκεις πάλι τσo πορεί κανείς ντα θέτσει (Κοιτάζουν, και ήτανε τόσο ψηλά που και να ήθελες πάλι δεν μπορεί κανείς να το βάλει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Αλεκονdέ τσάρι ποίτσ̑ες τα α μέγον καμήλι (Μια τόση δα τρίχα την έκανες μεγάλη καμήλα˙ Έκανες την τρίχα τριχιά· για όσους μεγαλοποιούν τα πράγματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άτσοντο, άτσοντσείνο, καντάρ