ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αληθινός (επίθ.) αληθινός [aliθiˈnos] Ποτάμ. αλ'θινό [alθiˈno] Τζαλ. αλ’τινός [altiˈnos] Σινασσ. αλ'χινός [alçiˈnos] Ανακ. αλ'χινό [alçiˈno] Μαλακ. αλ'χ'νό [alˈxno] Δίλ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. αλ'χινιός [alçiˈɲos] Σίλατ. αλ'χιό [aˈlço] Αξ. α'χινό [açiˈno] Τροχ., Φλογ. αχ̑νό [aˈçno] Αξ., Τροχ. αχ̑λό [aˈçlo] Αξ. αχλό [aˈxlo] Αξ. αλ'νός [alˈnos] Δίλ. 'λ’τινός [ltiˈnos] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Από το αρχ. επίθ. ἀληθινός. Για την σημ. πβ. Ἡσύχ. Κ 2733 «κιννάβαρις·εἶδος χρώματος ἀληθινοῦ, ὅ καὶ λέγομεν κόκκινον». Βλ. και λ. ἀληθινός = κόκκινος σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 64). Για τον τύπ. αλ’τινός πβ. τουρκ. altın = χρυσός. Επίσης Κ. Ιταλ. (Kahane 1967: 417).
Κόκκινος ό.π.τ. : Αλ'θινά παχλά (Κόκκινα φασόλια) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 ’λτινά βα (Κόκκινα αβγά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Αλ'χ'νό μαντήλ' (Κόκκινο μαντήλι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αλ'χ'νό ντου χτήνου (Κοκκινότριχο βόδι) Δίλ. -Κωστ.Μ. Ένι 'λτινό ανdί γαίμα (Είναι κόκκινο σαν αίμα) Φάρασ. -Αναστασ. Πήνι πήρινι ’λ'τινό πογιάς (Πήγαν και αγόρασαν κόκκινη μπογιά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Μάνα, αμ μποίκεις παιγί, σ̑τήξε μαβί μπαϊράχ', κι αμ μποίκεις κορίτσ̑', σ̑τήξε αχ̑'λό (Μάνα, αν κάνεις αγόρι, μπήξε μαβιά σημαία, κι αν κάνεις κορίτσι, μπήξε κόκκινη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ένα αλ'χνό ζουνάρ' βάλλισ̑καν ση λοχούσα μη να το πατήσ' Άλης (Έβαζαν ένα κόκκινο ζωνάρι στη λεχώνα για να μην την πιάσει επιλόχιος πυρετός) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Γἐνν'σεν και το αλτινό μας το χτήνιο (Γέννησε και η πυρρόξανθη γελάδα μας) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Οβγού τ' αλ'χνό (Το κόκκινο του αβγού˙ ο κρόκος του αβγού) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Αλ’τινό και φωτεινό, αλικό και λαμbερό την ανάγκη τ’ έχομε, το χαϊδεύω με φιλά κι’ αν το πιάσω με κενdά (Κόκκινο και φωτεινό, πορφυρό και λαμπερό την ανάγκη του έχουμε, το χαϊδεύω με φιλά κι αν το πιάσω με τσιμπά˙ η φωτιά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Δεν κρέμασα αλ'χ'νιά παστούς σε νύφ' καμαρωμένην (δεν κρέμασα κόκκινα υφάσματα για να φτιάξω νυφικό κρεβάτι για νύφη που καμαρώνει
(ενν. δεν παντρεύτηκα))
Σίλατ. -ΙΛΝΕ 374
Να δέσουμε, να φρογκίσουμ’ τα ’λ’τινά τα ’βά
να χορέψουμ', να πετάσουμ’, να βκούμ' σο χαβά
( Να χτυπήσουμε, να τσουγκρίσουμε τα κόκκινα αβγά
Να χορέψουμε, να πετάξουμε, να βγούμε στον αέρα)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Σήμερα Κερεκή μερα, πάμε σο περιβόλι
Nα πάρουμ' μήλα αληθινά, κυδώνια μυρισμένα
και βάρσαμο πλατόφυλλο, βασιλικό μυρ'σμένο
(Σήμερα μέρα Κυριακή, πάμε στο περιβόλι
Nα πάρουμε μήλα κόκκινα κυδώνια μυρωδάτα
και χόρτα πλατόφυλλα, βασιλικό μυρωδάτα)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών. αλ :1, γιζίλι, κιρμιζί, σαρής